νόστιμος

νόστιμος
-η, -ο (ΑΜ νόστιμος, -ον)
ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος
νεοελλ.
μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα
2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να επιστρέψει στην πατρίδα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που είναι ακόμη ζωντανός («ἐπεί ῥ τι νόστιμός ἐστιν σὸς παῑς», Ομ. Οδ.)
4. (για έδεσμα) θρεπτικός, ωφέλιμος
5. (για νερό) υγιεινός
6. (για καρπό) ώριμος, εύχυμος
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ νόστιμον
α) η ουσία («ἐκμυζῶν τῆς ἐκείνου ἱστορίας ἄπαν εἴ τι νόστιμον»)
β) το σπουδαιότερο μέρος, το χρήσιμο, το καλό
9. φρ. «νόστιμον ἦμαρ»
(συν. στον Ομ.) η ημέρα τής επιστροφής στην πατρίδα («αὐτὰρ ὁ τοῑσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
νόστιμα (Μ νόστιμα)
με νόστιμο τρόπο
νεοελλ.
1. κομψά, χαριτωμένα*
2. ευχάριστα στην ακοή, μελωδικά
μσν.
(για ύπνο) βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. κάρπ-ιμος, κλόπ-ιμος). Η λ. αρχικά είχε τη σημ. «αυτός που αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα» και, καθώς η επιστροφή αυτή προκαλούσε ευχάριστα συναισθήματα, η σημ. τής λ. εξελίχθηκε σε «ευχάριστος, εύγευστος, χαριτωμένος, θελκτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νόστιμος — belonging to a return masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόστιμος — η, ο 1. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση: Νόστιμα φαγητά. 2. μτφ., κομψός, ωραίος, χαριτωμένος: Νόστιμα ανέκδοτα. – Νόστιμη κοπέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοστιμώτερον — νόστιμος belonging to a return masc acc comp sg νόστιμος belonging to a return neut nom/voc/acc comp sg νόστιμος belonging to a return adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοστιμώτατον — νόστιμος belonging to a return masc acc superl sg νόστιμος belonging to a return neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόστιμον — νόστιμος belonging to a return masc/fem acc sg νόστιμος belonging to a return neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοστιμωτάτην — νόστιμος belonging to a return fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοστιμωτάτῃ — νόστιμος belonging to a return fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοστιμωτέρους — νόστιμος belonging to a return masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοστιμώτατοι — νόστιμος belonging to a return masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοστιμώτατος — νόστιμος belonging to a return masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”